Η Θεατρική Σκηνή Βαρνάβα ετοιμάζει φέτος την κωμωδία «Η χειραφέτησις» του Γ.Σουρή
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα και το έργο:
Ο Γεώργιος Σουρής ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, χαρακτηρίστηκε ως «σύγχρονος Αριστοφάνης». Γεννήθηκε το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου.
Υπήρξε εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής. Μέσα από το έργο του σχολίαζε την καθημερινότητα, καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα της εποχής.Στο τεράστιο σε όγκο έργο του περιλαμβάνονται άρθρα και δημοσιεύματα στα «Ημερολόγια του Ρωμηού».Ο Συριανός ποιητής έχει προταθεί 5 φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η ικανότητά του να διακρίνει την αστεία όψη σε κάθε γεγονός είναι αναμφισβήτητη, αλλά δεν ήταν κήρυκας νέων ιδεών. Η σάτιρά του δεν έβλαψε. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. Αντίθετα, με τη σάτιρά του αμφισβήτησε κάποιες «μεγάλες αξίες», φέρνοντας στην επιφάνεια το πραγματικό τους βάθος. Η γλώσσα του Σουρή είναι μεικτή και ακατάστατη, καθώς χρησιμοποιούσε δίχως διάκριση τύπους και λέξεις της δημοτικής, της καθαρεύουσας και νεόπλαστους δικούς του, αρκεί να ταίριαζαν στις ομοιοκαταληξίες του.
Έγραψε αρκετές έμμετρες κωμωδίες μεταξύ των οποίων και το έργο «Η Χειραφέτησις» το οποίο γράφτηκε το 1901 και είναι το πληρέστερο έργο του Γεώργιου Σουρή.
Αν και θυμίζει τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, έχει τη σφραγίδα της πρωτοτυπίας και της σατυρικής ιδιοφυΐας του μεγάλου Νεοέλληνα κωμικού συγγραφέα.
Ο Σουρής αγαπούσε το γυναικείο φύλο και τη γυναίκα , με τον τρόπο που εκείνος αντιλαμβανόταν. Στα έργα του φαίνεται ως «εχθρός τού γυναικείου φύλου», διότι αυτή του η θέση τού έδινε τη δυνατότητα σάτιρας. Στο έργο αυτό, οι γυναίκες διεκδικούσαν πολιτικά δικαιώματα. Αρχικά τα δύο φύλα χωρίστηκαν και έφτιαξαν δικές τους κοινωνίες, αλλά ένιωθαν αμοιβαία τόσο πολύ την έλλειψη το ένα τού άλλου, ώστε ενώθηκαν ξανά με υποχώρηση των γυναικών . Ο Γεώργιος Σουρής μέσα απ’ αυτή τη σάτιρα, υποστηρίζει ουσιαστικά τη χειραφέτηση της γυναίκας και ονειρεύεται να τη δει μορφωμένη, απολυτρωμένη από κοκεταρίες και σνομπισμούς, με δικαιώματα στη ζωή, που θα την κάνουν ν’ αναδειχτεί δημιουργικός κοινωνικός παράγοντας, αλλά και χωρίς να καταπατά τη γυναικεία φύση.
Η παράστασή του «Η Χειραφέτησις» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1901 στο Δημοτικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του ίδιου.
Διαφημίστηκε με ενθουσιασμό από τον τύπο της εποχής και χαιρετίστηκε ως «γεγονός μέγα, γιγάντειον, κολοσσιαίον εν σχέσει προς την εποχήν …».
«Τέρπει συγχρόνως και διδάσκει. Προκαλεί τον γέλωτα αλλά και φρονιματίζει διά τής απεικονίσεως τής πολιτικής και κοινωνικής μας καταστάσεως», έγραφαν γι’ αυτήν οι εφημερίδες.
Απόσπασμα από την σκηνική σάτιρα σε τρεις πράξεις «Χειραφέτησις»,
«Η Χειραφεσία μας, αν τής λείπουν τύποι,
κατ’ ουσίαν έγινε, τίποτε δεν λείπει,
κάπνισμα, ξεσπίτωμα, συρ’ εδώ κι’ εκεί
καφφενές, ποδήλατο και πολιτική,
βίος ανεξάρτητος, προκοπής προοίμιον.
Μπόρσα, λέσχη, μπακαράς,
επιστήμης νάματα
κι’ εγγραφή και φοίτησις
στο πανεπιστήμιον,
μήπως εύρωμεν γαμπρούς,
που τιμούν τα γράμματα.»
Ως άνθρωπος, ο ποιητής Γεώργιος Σουρής, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και οι συγγραφείς τής εποχής του. (Κωστής Παλαμάς, Ιωάννης Πολέμης, Γιώργος Δροσίνης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου κ.α) Ο Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά μετά από τη γρίπη που πέρασε και που τελικά δεν κατάφερε να ξεπεράσει.Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο τού Ζάππειου, ενώ προτομές του υπάρχουν στο Α Νεκροταφείο, στη Σύρο, στην είσοδο της Βιβλιοθήκης και τη Χίο.
Συντελεστές της παράστασης :
Σκηνοθεσία: Νίκος Γκεσούλης
Μουσική: Γιάννης Ψειμάδας
Σκηνικά-Κοστούμια: Τίνα Βασιλοπούλου
Παίζουν: Αναστασία Aποστόλου, Μαρίνα Αντωνίου, Τίνα Βασιλοπούλου, Ελένη Δήμου , Μαρία Καραβά, Ελπίδα Κοτρόγιαννου, Γιώργος Λέπουρης, Εύη Μασιάλα, Δημήτρης Μυλωνάς, Κωνσταντίνα Νικολοπούλου, Λάμπρος Πανόπουλος, Κατερίνα Σκόρδη-Τσούρα, Αναστασία Τουρκαντώνη, Δημήτρης Τσαόπουλος, Όλγα Φωτίου.